σμηνηδόν

σμηνηδόν
σμην-ηδόν, Adv., ([etym.] σμῆνος)
A in swarms, Hdn.Epim.127.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σμηνηδόν — in swarms indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σμηνηδόν — Α επίρρ. κατά σμήνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < σμῆνος + επιρρμ. κατάλ. ηδόν (πρβλ. βαθμ ηδόν)] …   Dictionary of Greek

  • -ηδόν — πρόκειται για κατάλ. επιρρημάτων τής Αρχαίας που αποτελεί παρεκτεταμένη με η μορφή τού επιθήματος δον, που σχηματίστηκε με μετακίνηση τών ορίων τού επιθήματος από τύπους τών οποίων το θέμα έληγε σε η : αγελη δόν > αγελ ηδόν. Τόσο το επίθημα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”